λιόκριση
Смотреть что такое "λιόκριση" в других словарях:
λιόκριση — η βλ. λιόκρουση … Dictionary of Greek
λιόκρουση — και λιόκριση, η 1. η χρονική περίοδος κατά την οποία μόλις δύει η σελήνη ανατέλλει ο ήλιος 2. δημώδης ονομασία τής νόσου ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιόκρουση < λιοκρούζομαι ο τ. λιόκριση < λιο (I)* + κρίση] … Dictionary of Greek
ηλιόκριση — και λιόκριση, η η στιγμή κατά την οποία ο ήλιος φαίνεται να ανατέλλει στον ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κρίση (< κρίνω)] … Dictionary of Greek
λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… … Dictionary of Greek