λιόκριση

λιόκριση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λιόκριση" в других словарях:

  • λιόκριση — η βλ. λιόκρουση …   Dictionary of Greek

  • λιόκρουση — και λιόκριση, η 1. η χρονική περίοδος κατά την οποία μόλις δύει η σελήνη ανατέλλει ο ήλιος 2. δημώδης ονομασία τής νόσου ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιόκρουση < λιοκρούζομαι ο τ. λιόκριση < λιο (I)* + κρίση] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόκριση — και λιόκριση, η η στιγμή κατά την οποία ο ήλιος φαίνεται να ανατέλλει στον ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κρίση (< κρίνω)] …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»